αντιμόνιο

αντιμόνιο
Στοιχείο της πέμπτης ομάδας του περιοδικού συστήματος με σύμβολο Sb, από το λατινικό stibium. Έχει ατομικό αριθμό 51. Γνωστό από την πιο μακρινή αρχαιότητα ως προϊόν της αναγωγής του ορυκτού αντιμονίτη ή ως θειούχο α. (Sb2S3), θεωρήθηκε ένα είδος μολύβδου. Ακόμα και σήμερα o αντιμονίτης είναι αυτός που χρησιμοποιείται περισσότερο από τα ορυκτά του α. για την παραλαβή του στοιχείου. Σε υψηλό βαθμό καθαρότητας το α. παράγεται ηλεκτρολυτικά κατευθείαν από τα θειούχα ορυκτά του. Είναι γνωστές πολλές αλλοτροπικές μορφές του α.: κίτρινο, μαύρο, γκρίζο, εκρηκτικό. Αυτή η τελευταία μορφή σχηματίζεται αν υποβάλλουμε σε ηλεκτρόλυση υδροχλωρικό διάλυμα τριχλωριούχου α.· τότε στον αρνητικό πόλο σχηματίζεται η εκρηκτική μορφή του α. ως σώμα αργυρόχρωμο, που εκρήγνυται όταν το χτυπήσουμε ή όταν το θερμάνουμε στους 100°C, ενώ ταυτόχρονα μεταπίπτει σε ευσταθή μεταλλική κατάσταση. Το α. συμπεριφέρεται ως τρισθενές και πεντασθενές στοιχείο και οι ενώσεις του είναι δηλητηριώδεις, αν και πολλές από αυτές χρησιμοποιούνται για θεραπευτικούς σκοπούς. Το α. χρησιμοποιείται ως σημαντικό συστατικό πολλών μεταλλικών κραμάτων με βάση τον μόλυβδο και τον κασσίτερο, στα οποία προσδίδει σκληρότητα. Χρησιμοποιείται στα κράματα για αντιτριβικά μέταλλα, για τα έδρανα ολίσθησης των μηχανών καθώς και για τη βαφή των υφασμάτων. Κρύσταλλοι αντιμονίτη, του πιο διαδεδομένου ορυκτού του αντιμονίου στη φύση (φωτ. Sef).
* * *
το
χημ. χημικό στοιχείο με σύμβολο Sb και με πολλές εφαρμογές, αλλά και πολύ τοξικό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αντιμόνιο — το χημικό στοιχείο στερεό, αμέταλλο με χρώμα ασημογάλανο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κράμα — Μεταλλικό προϊόν, το οποίο αποτελείται από δύο ή περισσότερα στοιχεία και έχει τη μορφή στερεού διαλύματος, διαμεταλλικής ένωσης ή μείγματος μεταλλικών φάσεων. Τα κ. σχηματίζονται με ανάμειξη των μετάλλων σε κατάσταση τήξης, για να δώσουν, μετά… …   Dictionary of Greek

  • αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων …   Dictionary of Greek

  • -όνιο — (I) σύνηθες επίθημα ονομασιών χημικών στοιχείων και ενώσεων (πρβλ. αντιμόνιο, αλφόνιο). (II) και ώνιο επίθημα όρων τής χημείας που δηλώνει ένα θετικά φορτισμένο σύμπλοκο ιόν (πρβλ. φωσφόνιο, αμμώνιο, οζώνιο) …   Dictionary of Greek

  • Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… …   Dictionary of Greek

  • αλκοόλ — Βλ. λ. οινόπνευμα. Διάφορα είδη αλκοολούχων ποτών. * * * το διεθνής λέξη που σημαίνει το απόσταγμα τού κρασιού και τών στεμφύλων, δηλαδή το οινόπνευμα τών οινοπνευματούχων ποτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < alcohol, νεολατιν. επιστημον. όρος < μσν. λατ.… …   Dictionary of Greek

  • αλλοτροπία — Ιδιότητα που έχουν ορισμένες ουσίες να παρουσιάζονται με διάφορες μορφές ανάλογα με τις συνθήκες θερμοκρασίας ή πίεσης στις οποίες βρίσκονται. Οι μορφές αυτές παρουσιάζουν διαφορετική φυσική και χημική συμπεριφορά, σε ειδικές όμως περιπτώσεις… …   Dictionary of Greek

  • αντιμονιακός — και αντιμονικός, ή, ό χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο αντιμόνιο …   Dictionary of Greek

  • αντιμονιούχος — ον αυτός που περιέχει αντιμόνιο …   Dictionary of Greek

  • διάσταση — Όρος που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει το μέγεθος, αναφορικά με το ύψος, το πλάτος και το μήκος. Επειδή η έννοια της δ. εμφανίζεται απλή και αυτονόητη, έως το 1910 δεν είχε δοθεί ένας αυστηρός ορισμός. Η εμπειρική προσέγγιση υπαγορεύει ότι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”